Ικεσία στα ουγγρικά

Μετάφραση: ικεσία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
könyörgés, könyörgéssel, könyörgésben, könyörgéstekben, a könyörgés
Ικεσία στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ικεσία

ικεσία στην αρχαία ελλάδα, ικεσία στην αρχαιότητα, ικεσία στην ιλιάδα, ικεσία ορισμός, ικεσία βικιπαίδεια, ικεσία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ικεσία στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ικανός στα ουγγρικά - alkalmas, szakképzett, rátermett, képes, képesek, tudja, tud, ...
  • ικανότητα στα ουγγρικά - szakképzettség, használhatóság, képesség, képességét, képes, képessége, képesek
  • ικετεύω στα ουγγρικά - könyörög, Beg, koldulni, bég, koldulásra
  • ικρίωμα στα ουγγρικά - épületállvány, vérpad, nyújtóállvány, állványzat, vesztőhely, állvány, scaffold, ...
Τυχαίες λέξεις
Ικεσία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: könyörgés, könyörgéssel, könyörgésben, könyörgéstekben, a könyörgés