Ικρίωμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ικρίωμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schavot, steiger, stellage, scaffold, stelling
Ικρίωμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ικρίωμα

ικρίωμα ετυμολογία, ικρίωμα rack, προωθούμενο ικρίωμα, ικρίωμα σημαίνει, ικρίωμα ορισμός, ικρίωμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ικρίωμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ικεσία στα ολλανδικά - gebed, verzoek, smeekbede, smeekgebed, smeking, smeken, smeekbeden
  • ικετεύω στα ολλανδικά - afsmeken, schooien, bedelen, smeken, begin, het begin, beg
  • ιλυώδης στα ολλανδικά - troebel, smerig, modderig, vuil, slibachtig, sludgy, slurrie, ...
  • ιλύς στα ολλανδικά - drek, bezinksel, afzetting, modder, rioolwater, afvalwater, riolering, ...
Τυχαίες λέξεις
Ικρίωμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schavot, steiger, stellage, scaffold, stelling