Ικρίωμα στα τούρκικα
Μετάφραση: ικρίωμα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
darağacı, iskele, iskelesi, iskeleti, skafold, inşaat iskelesi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ικρίωμα
ικρίωμα ετυμολογία, ικρίωμα rack, προωθούμενο ικρίωμα, ικρίωμα σημαίνει, ικρίωμα ορισμός, ικρίωμα λεξικό γλώσσας τούρκικα, ικρίωμα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ικεσία στα τούρκικα - rica, dua, yalvarış, Dua, supplication, niyaz, duası
- ικετεύω στα τούρκικα - dilenmek, beg, itiraf etmek, arka ayakları üzerinde durmak, dilemek
- ιλυώδης στα τούρκικα - çamurlu, kirli, tortulu, vıcık vıcık, tortulu bir, çamurlu bir
- ιλύς στα τούρκικα - tortu, çamur, kanalizasyon, pis su, atık su, atıksu, atık
Τυχαίες λέξεις
Ικρίωμα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: darağacı, iskele, iskelesi, iskeleti, skafold, inşaat iskelesi
Μεταφράσεις: darağacı, iskele, iskelesi, iskeleti, skafold, inşaat iskelesi