Μοιραίος στα ολλανδικά

Μετάφραση: μοιραίος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dodelijk, funest, giftig, moorddadig, fataal, noodlottig, fatale, dodelijke
Μοιραίος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μοιραίος

μοιραίος εραστής, μοιραίος έρωτας, μοιραίος ερωτας, μοιραίος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μοιραίος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μοιράζομαι στα ολλανδικά - actie, bijdrage, aandeel, delen in, aandeel in de, aandeel in het, aandeel van
  • μοιράζω στα ολλανδικά - verspreiden, overeenkomst, kloven, toedienen, uitspreiden, mennen, voeren, ...
  • μοιρασμένος στα ολλανδικά - windmolens, molens, windmills, wind molens
  • μοιρογνωμόνιο στα ολλανδικά - gradenboog, hoekmeter, graden boog, geodriehoek, protractor
Τυχαίες λέξεις
Μοιραίος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dodelijk, funest, giftig, moorddadig, fataal, noodlottig, fatale, dodelijke