Μοιραίος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: μοιραίος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фатални, фатален, фатална, фатално, фаталните
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μοιραίος
μοιραίος εραστής, μοιραίος έρωτας, μοιραίος ερωτας, μοιραίος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, μοιραίος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- μοιράζομαι στα σλαβομακεδονικά - удел во, учеството во, учество во, акција во, дел во
- μοιράζω στα σλαβομακεδονικά - договор, договорот, зделка, договор за, справи
- μοιρασμένος στα σλαβομακεδονικά - ветерници, ветерниците, со ветерници, ветерници во, ветерници за
- μοιρογνωμόνιο στα σλαβομακεδονικά - агломер, транспортир
Τυχαίες λέξεις
Μοιραίος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: фатални, фатален, фатална, фатално, фаталните
Μεταφράσεις: фатални, фатален, фатална, фатално, фаталните