Μοιραίος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μοιραίος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
entorpecer, mortal, fatal, fatais
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μοιραίος
μοιραίος εραστής, μοιραίος έρωτας, μοιραίος ερωτας, μοιραίος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μοιραίος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- μοιράζομαι στα πορτογαλικά - compartir, abotinar, apólice, dividir, compartilhar, acção, parte, ...
- μοιράζω στα πορτογαλικά - rachar, compartir, levar, acabrunhar, guiar, administrar, dirigir, ...
- μοιρασμένος στα πορτογαλικά - moinhos de vento, os moinhos de vento, moinhos, moinhos de, moinhos de Vento de
- μοιρογνωμόνιο στα πορτογαλικά - transferidor, prolongador, protractor, do prolongador
Τυχαίες λέξεις
Μοιραίος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: entorpecer, mortal, fatal, fatais
Μεταφράσεις: entorpecer, mortal, fatal, fatais