Πέψη στα ολλανδικά

Μετάφραση: πέψη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spijsvertering, digestie, vertering, de spijsvertering, de vertering
Πέψη στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πέψη

πέψη υδατανθράκων, πέψη διάρκεια, πέψη και απορρόφηση, πέψη λιπών, πέψη κότας, πέψη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πέψη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πέτρα στα ολλανδικά - rotsblok, steen, rots, edelsteen, aarden, edelgesteente, balanceren, ...
  • πέφτω στα ολλανδικά - uitvallen, val, najaar, schemering, passeren, neervallen, doorbrengen, ...
  • πήζω στα ολλανδικά - verdikken, aandikken, stremmen, schiften, stollen, schift, te stremmen
  • πίεση στα ολλανδικά - druk, pressie, drang, persen, knel, de druk, onder druk, ...
Τυχαίες λέξεις
Πέψη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: spijsvertering, digestie, vertering, de spijsvertering, de vertering