Πέψη στα ουκρανικά
Μετάφραση: πέψη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
травлення, засвоєння
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πέψη
πέψη υδατανθράκων, πέψη διάρκεια, πέψη και απορρόφηση, πέψη λιπών, πέψη κότας, πέψη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πέψη στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πέτρα στα ουκρανικά - брусок, множину, юрма, єпископ, камінь, камень, каміння
- πέφτω στα ουκρανικά - падати, облетіти, упасти, валитись, спад, поли, впасти, ...
- πήζω στα ουκρανικά - ускладнюватися, згорнутись, грудка, дрантя, супитися, згортати, згущати, ...
- πίεση στα ουκρανικά - журналісти, тиск
Τυχαίες λέξεις
Πέψη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: травлення, засвоєння
Μεταφράσεις: травлення, засвоєння