Πέψη στα τούρκικα
Μετάφραση: πέψη, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hazım, sindirim, sindirimi, sindirme, çürütme
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πέψη
πέψη υδατανθράκων, πέψη διάρκεια, πέψη και απορρόφηση, πέψη λιπών, πέψη κότας, πέψη λεξικό γλώσσας τούρκικα, πέψη στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- πέτρα στα τούρκικα - kayaç, kaya, taş, Stone, taşı, taştan, bir taş
- πέφτω στα τούρκικα - kaza, düşmek, güz, yıkılış, sonbahar, düşüş, düşme, ...
- πήζω στα τούρκικα - kesilmek, donduracak, pıhtılaştırmak, donduracak bir, pıhtılaşmak
- πίεση στα τούρκικα - basınç, baskı, basıncı, basınçlı, basınca
Τυχαίες λέξεις
Πέψη στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: hazım, sindirim, sindirimi, sindirme, çürütme
Μεταφράσεις: hazım, sindirim, sindirimi, sindirme, çürütme