Υλισμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: υλισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
materialisme, het materialisme
Υλισμός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υλισμός

υλισμός ορισμός, υλισμός ιδεαλισμός, χυδαίος υλισμός, ιστορικόσ υλισμόσ, μηχανιστικός υλισμός, υλισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υλισμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • υιοθετώ στα ολλανδικά - adopteren, goedkeuren, aannemen, overnemen, nemen
  • υιός στα ολλανδικά - zoon, de zoon, zoon van, son
  • υλιστικός στα ολλανδικά - materialistisch, materialistische, de materialistische, materiële, materialisme
  • υλοποιούμαι στα ολλανδικά - beseffen, bevatten, begrijpen, ylopoioumai
Τυχαίες λέξεις
Υλισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: materialisme, het materialisme