Υλισμός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: υλισμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
materialismo, o materialismo, do materialismo, materialista
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υλισμός
υλισμός ορισμός, υλισμός ιδεαλισμός, χυδαίος υλισμός, ιστορικόσ υλισμόσ, μηχανιστικός υλισμός, υλισμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, υλισμός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- υιοθετώ στα πορτογαλικά - a dotar, adoptar, adotar, adoptarem, adoptará, adopte
- υιός στα πορτογαλικά - filho, o filho, filho de
- υλιστικός στα πορτογαλικά - materialista, materialistas, materialistic, material
- υλοποιούμαι στα πορτογαλικά - realidade, realize, ylopoioumai
Τυχαίες λέξεις
Υλισμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: materialismo, o materialismo, do materialismo, materialista
Μεταφράσεις: materialismo, o materialismo, do materialismo, materialista