Γένος στα ουγγρικά

Μετάφραση: γένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
genus, nemzetség, nemhez tartozó, nemzetségbe, nemzetségbe tartozó
Γένος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γένος

γένος ετυμολογία, γένος βατράχων, γένος πιθήκων, γένος παπαγάλων, γένος ορισμός, γένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, γένος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • γέννα στα ουγγρικά - születés, születési, születése, szülés, születésének
  • γέννηση στα ουγγρικά - születés, születési, születése, szülés, születésének
  • γέρικος στα ουγγρικά - vén, ó, öreg, gerikos
  • γέρνω στα ουγγρικά - üres, hajlás, görbület, útkanyar, ivászat, virgula, lefogyott, ...
Τυχαίες λέξεις
Γένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: genus, nemzetség, nemhez tartozó, nemzetségbe, nemzetségbe tartozó