Γένος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: γένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sexualidade, gênero, género, genus, gêneros, g�ero
Γένος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γένος

γένος ετυμολογία, γένος βατράχων, γένος πιθήκων, γένος παπαγάλων, γένος ορισμός, γένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, γένος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • γέννα στα πορτογαλικά - nascimento, natalidade, o nascimento, de nascimento, parto
  • γέννηση στα πορτογαλικά - nascimento, natalidade, o nascimento, de nascimento, parto
  • γέρικος στα πορτογαλικά - bom, velho, anterior, antecedente, bem, precedente, gerikos
  • γέρνω στα πορτογαλικά - encosta, volta, liga, pender, laje, torcer, declive, ...
Τυχαίες λέξεις
Γένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sexualidade, gênero, género, genus, gêneros, g�ero