Γένος στα ολλανδικά
Μετάφραση: γένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geslacht, genus, soort, plantengeslacht, het genus
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γένος
γένος ετυμολογία, γένος βατράχων, γένος πιθήκων, γένος παπαγάλων, γένος ορισμός, γένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γένος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- γέννα στα ολλανδικά - geboorte, de geboorte, Geboortejaar, bevalling, geboortedatum
- γέννηση στα ολλανδικά - geboorte, de geboorte, Geboortejaar, bevalling, geboortedatum
- γέρικος στα ολλανδικά - vroeger, voorgaand, bejaard, voorafgaand, vorig, vergevorderd, verleden, ...
- γέρνω στα ολλανδικά - schraal, sprietig, steunen, buigen, ombuigen, kromme, curve, ...
Τυχαίες λέξεις
Γένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: geslacht, genus, soort, plantengeslacht, het genus
Μεταφράσεις: geslacht, genus, soort, plantengeslacht, het genus