Δοκίμιο στα ουγγρικά
Μετάφραση: δοκίμιο, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
esszé, bizonyíték, bizonyítási, bizonyítékot, igazolást, bizonyítéka
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοκίμιο
δοκίμιο ιστορίας του κκε, δοκίμιο περί ανθρώπινης βλακείας, δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση, δοκίμιο γ λυκείου, δοκίμιο περί βλακείας, δοκίμιο λεξικό γλώσσας ουγγρικά, δοκίμιο στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- δοκάρι στα ουγγρικά - támasztóoszlop, becsületes, kapufa, elhelyezkedés, postakocsi, cölöp, ki, ...
- δοκίμια στα ουγγρικά - esszé, esszék, esszéket, Essays, tanulmányok, esszét
- δοκιμάζω στα ουγγρικά - kóstoló, vizsgálás, vizsgálat, megpróbál, próbálja, próbálja meg, próbáld
- δοκιμασία στα ουγγρικά - próba, tárgyalás, vizsgálat, vizsgálatban, tárgyaláson
Τυχαίες λέξεις
Δοκίμιο στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: esszé, bizonyíték, bizonyítási, bizonyítékot, igazolást, bizonyítéka
Μεταφράσεις: esszé, bizonyíték, bizonyítási, bizonyítékot, igazolást, bizonyítéka