Δοκίμιο στα σουηδικά

Μετάφραση: δοκίμιο, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bevis, bevis på, bevis för, säker
Δοκίμιο στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δοκίμιο

δοκίμιο ιστορίας του κκε, δοκίμιο περί ανθρώπινης βλακείας, δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση, δοκίμιο γ λυκείου, δοκίμιο περί βλακείας, δοκίμιο λεξικό γλώσσας σουηδικά, δοκίμιο στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • δοκάρι στα σουηδικά - lodrät, renhårig, stolpe, plats, påle, post, rak, ...
  • δοκίμια στα σουηδικά - essäer, uppsatser, uppsats
  • δοκιμάζω στα σουηδικά - prövning, pröva, smaka, prov, försöka, försök, prova, ...
  • δοκιμασία στα σουηδικά - mål, förhör, process, prov, rättegång, försök, prövning, ...
Τυχαίες λέξεις
Δοκίμιο στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: bevis, bevis på, bevis för, säker