Προσωπικό στα ουγγρικά
Μετάφραση: προσωπικό, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vezérkar, vonalrendszer, személyzet, munkatársak, alkalmazottak, személyzete, munkatársai, a személyzet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικό
προσωπικό νεύρο ανατομία, προσωπικό ασφαλείας σε απεργία, προσωπικό ημερολόγιο, προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας, προσωπικό ωροσκόπιο, προσωπικό λεξικό γλώσσας ουγγρικά, προσωπικό στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- προσωπείο στα ουγγρικά - álarc, kibúvó, maszk, maszka, maszkot, elfedik, elfedheti, ...
- προσωπικά στα ουγγρικά - személyesen, személy, személyes, személy szerint, személyesen is
- προσωπικός στα ουγγρικά - személyes, személyi, a személyes, egyéni, név
- προσωπικότητα στα ουγγρικά - személyiség, személyiséggel, személyisége, személyiségét, személyiséggel rendelkezik
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικό στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: vezérkar, vonalrendszer, személyzet, munkatársak, alkalmazottak, személyzete, munkatársai, a személyzet
Μεταφράσεις: vezérkar, vonalrendszer, személyzet, munkatársak, alkalmazottak, személyzete, munkatársai, a személyzet