Καπέλο στα ουκρανικά

Μετάφραση: καπέλο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
капелюх, бриль, шляпа, запах
Καπέλο στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καπέλο

καπέλο πειρατή, καπέλο καβουράκι, καπέλο τζόκεϊ, καπέλο ονειροκρίτης, καπέλο παναμά, καπέλο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καπέλο στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • καπάκι στα ουκρανικά - ліктор, кришка, кришку
  • καπάτσος στα ουκρανικά - підступний, розумний, хитрий, спритність, кмітливий, винахідливий, спритний, ...
  • καπαρώνω στα ουκρανικά - забронювати, книга, бронювати, книжка, книжковий, заручатися, заручатись
  • καπατσοσύνη στα ουκρανικά - кмітливість
Τυχαίες λέξεις
Καπέλο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: капелюх, бриль, шляпа, запах