Λευκό στα ουκρανικά
Μετάφραση: λευκό, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
крихта, білий, біла, біле
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λευκό
λευκό φόρεμα, λευκό τσάι, λευκό ξύδι, λευκό ταξί θεσσαλονίκη, λευκό κρασί, λευκό λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λευκό στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- λευκαντικό στα ουκρανικά - відбілювати, знебарвлювати, відбілювач, вибілювач, відбілювача, отбеливатель
- λευκοπλάστης στα ουκρανικά - плазма, скотч, ськотч
- λευκός στα ουκρανικά - бланк, незаповнений, порожній, пустий, бланковий, крихта, білий, ...
- λεφτά στα ουκρανικά - грошовитий, валютний, грошовий, грошевий, звільнення, монетний, гроші, ...
Τυχαίες λέξεις
Λευκό στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: крихта, білий, біла, біле
Μεταφράσεις: крихта, білий, біла, біле