Λευκό στα πορτογαλικά

Μετάφραση: λευκό, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
branco, assobiar, assobio, branca, brancos, white, o branco
Λευκό στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λευκό

λευκό φόρεμα, λευκό τσάι, λευκό ξύδι, λευκό ταξί θεσσαλονίκη, λευκό κρασί, λευκό λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λευκό στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • λευκαντικό στα πορτογαλικά - alvejante, lixívia, água sanitária, bleach, branqueador
  • λευκοπλάστης στα πορτογαλικά - gesso, plantação, emplastro, fita adesiva, fitas adesivas, fita adesiva de, a fita adesiva, ...
  • λευκός στα πορτογαλικά - branco, assobio, assobiar, branca, brancos, white, o branco
  • λεφτά στα πορτογαλικά - moeda, bagaço, segunda-feira, dinheiro, o dinheiro, de dinheiro, benefício, ...
Τυχαίες λέξεις
Λευκό στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: branco, assobiar, assobio, branca, brancos, white, o branco