Απομόνωση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: απομόνωση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
isolamento, de isolamento, isoladamente, o isolamento, isolação
Απομόνωση στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απομόνωση

απομόνωση ανάπτυξη παραγωγή και έλεγχος βιοδραστικών φυσικών προϊόντων, απομόνωση αντώνυμο, απομόνωση και σύνθεση φυσικών προϊόντων με βιολογική δραστικότητα, απομόνωση dna, απομόνωση dna στο σπιτι, απομόνωση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απομόνωση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • απομονωμένος στα πορτογαλικά - isolado, isolada, isolados, isoladas, fundo isolado
  • απομονώνω στα πορτογαλικά - isolar, console, ilha, isolado, isolate, isole, isolam
  • απονέμω στα πορτογαλικά - partir, distribua, administre, acabrunhar, agraciar, afligir, ungir, ...
  • απονομή στα πορτογαλικά - concessão, outorga, atribuição, uma atribuição
Τυχαίες λέξεις
Απομόνωση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: isolamento, de isolamento, isoladamente, o isolamento, isolação