Δήμευση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: δήμευση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
confisco, confiscação, perda, de perda, apreensão
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δήμευση
δήμευση περιουσιακών στοιχείων, δήμευση καταθέσεων, δήμευση ακινήτου, δήμευση περιουσιών για φοροδιαφυγή, δήμευση λεξικό, δήμευση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δήμευση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- δήλωση στα πορτογαλικά - estabelecer, indicação, argumentação, estado, depoimento, exprimir, afirmação, ...
- δήμαρχος στα πορτογαλικά - prefeito, Mayor, prefeito de, Presidente da Câmara, prefeita
- δήμιος στα πορτογαλικά - carrasco, executor, algoz, verdugo, executioner
- δήμος στα πορτογαλικά - conselho, distrito, Township, município, municipal, distrito municipal
Τυχαίες λέξεις
Δήμευση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: confisco, confiscação, perda, de perda, apreensão
Μεταφράσεις: confisco, confiscação, perda, de perda, apreensão