Δόκιμος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: δόκιμος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aprendiz, cadete, Cadet, cadetes, de cadetes, cadete de
Δόκιμος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δόκιμος

δόκιμος έφεδρος αξιωματικός wiki, δόκιμος έφεδρος αξιωματικός μισθός, δόκιμος έφεδρος αξιωματικός μονιμοποίηση, δόκιμος αξιωματικός, δόκιμος όρος, δόκιμος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δόκιμος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • δωσιδικία στα πορτογαλικά - obrigação, endividamento, responsabilidade, jurisdição, competência, competente, competência judiciária, ...
  • δόγμα στα πορτογαλικά - doutrina, a doutrina, doutrina de, doutrinas
  • δόλιος στα πορτογαλικά - enviesado, oblíqua, espreita, à espreita, espreitando, escondido, lurking
  • δόλος στα πορτογαλικά - fraude, engano, dolo, enganos, o engano
Τυχαίες λέξεις
Δόκιμος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aprendiz, cadete, Cadet, cadetes, de cadetes, cadete de