Δόκιμος στα σουηδικά
Μετάφραση: δόκιμος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lärling, kadett, Cadet, kadetten, cadeten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δόκιμος
δόκιμος έφεδρος αξιωματικός wiki, δόκιμος έφεδρος αξιωματικός μισθός, δόκιμος έφεδρος αξιωματικός μονιμοποίηση, δόκιμος αξιωματικός, δόκιμος όρος, δόκιμος λεξικό γλώσσας σουηδικά, δόκιμος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- δωσιδικία στα σουηδικά - ansvar, jurisdiktion, behörighet, behörig, domstols behörighet, behörighets
- δόγμα στα σουηδικά - doktrin, läran, lära, doktrinen
- δόλιος στα σουηδικά - bedräglig, lurar, lurande, som lurar, lurking, lur
- δόλος στα σουηδικά - bedrägeri, svek, bedrägligt, bedrägligt sätt, ett bedrägligt
Τυχαίες λέξεις
Δόκιμος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: lärling, kadett, Cadet, kadetten, cadeten
Μεταφράσεις: lärling, kadett, Cadet, kadetten, cadeten