Θλιβερός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: θλιβερός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
funesto, maligno, drear, sombrio, lúgubre
Θλιβερός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θλιβερός

μανώλης θλιβερός, θλιβερός συνώνυμα, θλιβερός χειμώνας, θλιβερός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, θλιβερός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • θλίψη στα πορτογαλικά - afligir, aflição, acabrunhar, angustiar, pesar, distrair, tristeza, ...
  • θλιβερά στα πορτογαλικά - tristemente, lamentavelmente, deploravelmente, woefully, terrivelmente, tristeza
  • θνησιμότητα στα πορτογαλικά - mortalidade, de mortalidade, a mortalidade, da mortalidade, mortalidade por
  • θνητός στα πορτογαλικά - indivíduo, sujeito, pessoa, personagem, mortal, mortais
Τυχαίες λέξεις
Θλιβερός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: funesto, maligno, drear, sombrio, lúgubre