Οργή στα πορτογαλικά

Μετάφραση: οργή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
narrar, pano, humor, relatar, têmpera, ambiência, temperar, dizer, raiva, fúria, ira, a raiva, ódio
Οργή στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οργή

οργή «λαού» στα social media για τον αρραβώνα σπυροπούλου-κοντομηνά, οργή συνωνυμα, οργή μόσχας για αθήνα, οργή ονειροκρίτης, οργή (1962), οργή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, οργή στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ορατότητα στα πορτογαλικά - visibilidade, a visibilidade, de visibilidade
  • οργάνωση στα πορτογαλικά - organização, organização de, empresa, organizações, organização do
  • οργίλος στα πορτογαλικά - irritável, irascível, irritado, rabugento, testy
  • οργανίστας στα πορτογαλικά - organista, organist, o organista, do organista, organista da
Τυχαίες λέξεις
Οργή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: narrar, pano, humor, relatar, têmpera, ambiência, temperar, dizer, raiva, fúria, ira, a raiva, ódio