Πεζεύω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: πεζεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
demita, desmonte, destituir, pezefo
Πεζεύω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεζεύω

πεζεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πεζεύω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • πεδιάδα στα πορτογαλικά - praga, manifesto, simples, chã, planície, óbvio, planícies, ...
  • πεδικλώνω στα πορτογαλικά - podar, enlaçar, viagem, ligamento, ligar, guarnição, embicar, ...
  • πεζικό στα πορτογαλικά - menino, criança, infante, infantaria, menina, de infantaria, da infantaria, ...
  • πεζοδρόμιο στα πορτογαλικά - pavimente, pavimento, calçar, desconcentrar, calçada, passeio, sidewalk, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεζεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: demita, desmonte, destituir, pezefo