Σκουπίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: σκουπίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
varredura, enxugar, limpar, sueco, varrer, limpam, scavenge, sequestrar
Σκουπίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκουπίζω

σκουπίζω αόριστος, σκουπίζω στα αγγλικά, σκουπίζω αγγλικα, ονειροκρίτης σκουπίδια, σκουπίζω meaning, σκουπίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σκουπίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • σκουντώ στα πορτογαλικά - cutucada, cotovelada, nudge, empurrão, empurrãozinho
  • σκουπίδια στα πορτογαλικά - recusa, escombros, destroços, indeferir, recusar, ruínas, lixo, ...
  • σκουπιδοτενεκές στα πορτογαλικά - cesto de lixo, lixeira, da lixeira, lata de lixo, balde do lixo
  • σκούζω στα πορτογαλικά - arquear, vaiar, guincho, guinchar, Screech, de Screech, da Screech
Τυχαίες λέξεις
Σκουπίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: varredura, enxugar, limpar, sueco, varrer, limpam, scavenge, sequestrar