Σκουπίζω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: σκουπίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
половна, собираат, собираат по, бараат половна, пречиствам
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκουπίζω
σκουπίζω αόριστος, σκουπίζω στα αγγλικά, σκουπίζω αγγλικα, ονειροκρίτης σκουπίδια, σκουπίζω meaning, σκουπίζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, σκουπίζω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- σκουντώ στα σλαβομακεδονικά - подбуцнеше, поттурнување
- σκουπίδια στα σλαβομακεδονικά - ѓубре, ѓубрето, отпадоци, за отпадоци, отпад
- σκουπιδοτενεκές στα σλαβομακεδονικά - корпата за ѓубре, ѓубрето може да, ѓубрето може
- σκούζω στα σλαβομακεδονικά - крикнала, ПИСОК
Τυχαίες λέξεις
Σκουπίζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: половна, собираат, собираат по, бараат половна, пречиствам
Μεταφράσεις: половна, собираат, собираат по, бараат половна, пречиствам