Σκουπίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: σκουπίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitwissen, oprijlaan, afdrogen, wissen, oprit, afwissen, afvegen, reinigen, vangen, te vangen, scharrelen, scavenge
Σκουπίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκουπίζω

σκουπίζω αόριστος, σκουπίζω στα αγγλικά, σκουπίζω αγγλικα, ονειροκρίτης σκουπίδια, σκουπίζω meaning, σκουπίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκουπίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σκουντώ στα ολλανδικά - duwtje, nudge, por, duw, zetje
  • σκουπίδια στα ολλανδικά - afval, afwijzen, vuil, draagbaar, vuilnis, weigeren, afkeuren, ...
  • σκουπιδοτενεκές στα ολλανδικά - prullenbak, vuilnisbak, prullenmand, prullenbak kan, afvalbak
  • σκούζω στα ολλανδικά - krijsen, krijs, schreeuw, gil, screech
Τυχαίες λέξεις
Σκουπίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: uitwissen, oprijlaan, afdrogen, wissen, oprit, afwissen, afvegen, reinigen, vangen, te vangen, scharrelen, scavenge