Εμπειρία στα τούρκικα
Μετάφραση: εμπειρία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hissetmek, duymak, deney, tecrübe, deneyim, deneyimi, bir deneyim, experience
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπειρία
εμπειρία εκδοτική, εμπειρία ζωής, εμπειρία ετυμολογία, εμπειρία και εκπαίδευση dewey, εμπειρία συνώνυμα, εμπειρία λεξικό γλώσσας τούρκικα, εμπειρία στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- εμπαικτικός στα τούρκικα - alaycı, alaycı bir, mocking, dalga geçen
- εμπεδώνω στα τούρκικα - kuvvetlendirmek, empedono
- εμπειρογνώμονας στα τούρκικα - danışman, uzman, müşavir, becerikli, uzmanı, uzmanlık, bilirkişi
- εμπειρογνώμων στα τούρκικα - uzman, becerikli, müşavir, danışman, uzmanı, uzmanlık, bilirkişi
Τυχαίες λέξεις
Εμπειρία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: hissetmek, duymak, deney, tecrübe, deneyim, deneyimi, bir deneyim, experience
Μεταφράσεις: hissetmek, duymak, deney, tecrübe, deneyim, deneyimi, bir deneyim, experience