Ствердьте στα ελληνικά
Μετάφραση: ствердьте, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιστοποιώ, αποδεικνύω, επιβεβαιώνουν, βεβαιώνουν, επιβεβαιώσουμε, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώνουν την
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безжальний στα ελληνικά - σκληρός, απόκεντρος, ψυχρός, απόμακρος, απάνθρωπος, αποκρουστικός, απομακρυσμένος, ...
- віддаль στα ελληνικά - απόσταση, απόσταση για, απόσταση με, απόστασης, εξ αποστάσεως
- границя στα ελληνικά - όριο, σύνορο, δεσμευμένο, δεσμευμένου, δεσμευμένη, συνδεδεμένου
- лучник στα ελληνικά - τοξότης, Bowman, τοξότη, τοξοβολία, τοξοβόλος
Τυχαίες λέξεις
Ствердьте στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιστοποιώ, αποδεικνύω, επιβεβαιώνουν, βεβαιώνουν, επιβεβαιώσουμε, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώνουν την
Μεταφράσεις: πιστοποιώ, αποδεικνύω, επιβεβαιώνουν, βεβαιώνουν, επιβεβαιώσουμε, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώνουν την