Nanoszenie στα ελληνικά
Μετάφραση: nanoszenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρήση, προσήλωση, εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή
Μεταφράσεις
- alkoholizować στα ελληνικά - ζαλίκι, γεμίζω, φορτίζω, alcoholize
- bezwymiarowy στα ελληνικά - αδιάστατος, αδιάστατη, αδιάστατοι, αδιάστατες, αδιάστατο
- figa στα ελληνικά - σύκα, σύκο, εικ, Σχ, Σχήμα, Το Σχ
- gościniec στα ελληνικά - αυτοκινητόδρομος, αυτοκινητόδρομο, εθνική οδό, εθνικής οδού, αυτοκινητοδρόμου
Τυχαίες λέξεις
Nanoszenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρήση, προσήλωση, εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή
Μεταφράσεις: χρήση, προσήλωση, εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή