Разъединять στα ελληνικά
Μετάφραση: разъединять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασπείρω, αποκόβω, σκορπίζω, κόβω, διαζύγιο, αποκολλώ, διασκορπίζομαι, χωρίζω, διασκορπίζω, μερίδιο, αποσυνδέω, χωριστός, ξεχωριστός, ιδιαίτερος, διαζευγνύω, λύνω, αποσυζευχθεί, αποζεύξει, αποσύζευξη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адресант στα ελληνικά - διευθύνων, αποστολέας
- воеводство στα ελληνικά - αρμοδιότητα, επαρχία, είδος υφάσματος, Σιλεσίας, Σιλεσία, Silesia, Δυτικής Πομερανίας
- воспитательный στα ελληνικά - εκπαιδευτικός, εκπαιδευτικά, εκπαιδευτικό, εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικές
- гидромонитор στα ελληνικά - οθόνη, παρακολουθώ, γίγαντας, γίγαντα, γιγαντιαίο, γιγαντιαία, γιγάντιο
Τυχαίες λέξεις
Разъединять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασπείρω, αποκόβω, σκορπίζω, κόβω, διαζύγιο, αποκολλώ, διασκορπίζομαι, χωρίζω, διασκορπίζω, μερίδιο, αποσυνδέω, χωριστός, ξεχωριστός, ιδιαίτερος, διαζευγνύω, λύνω, αποσυζευχθεί, αποζεύξει, αποσύζευξη
Μεταφράσεις: διασπείρω, αποκόβω, σκορπίζω, κόβω, διαζύγιο, αποκολλώ, διασκορπίζομαι, χωρίζω, διασκορπίζω, μερίδιο, αποσυνδέω, χωριστός, ξεχωριστός, ιδιαίτερος, διαζευγνύω, λύνω, αποσυζευχθεί, αποζεύξει, αποσύζευξη