Свободный στα ελληνικά
Μετάφραση: свободный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κενός, τσάμπα, φιλελεύθερος, γεμάτος, ευρύς, χαρίζω, περισσευούμενος, μπόσικος, λυτός, χαλαρός, διαυγής, απρόσβλητος, φαρδύς, λάσκος, πλήρης, αυτεξούσιος, δωρεάν, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вперить στα ελληνικά - φτιάχνω, για, για την, για τη, για το, για τις
- гомеровский στα ελληνικά - ομηρικός, ομηρικά, ομηρική, ομηρικό, ομηρικών
- девиз στα ελληνικά - στάση, μηχάνημα, σχέση, συσκευή, τέχνασμα, έδρανο, ρητό, ...
- диктант στα ελληνικά - ορθογραφία, υπαγόρευση, υπαγόρευσης, την υπαγόρευση, ηχογράφησης, από υπαγόρευση
Τυχαίες λέξεις
Свободный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κενός, τσάμπα, φιλελεύθερος, γεμάτος, ευρύς, χαρίζω, περισσευούμενος, μπόσικος, λυτός, χαλαρός, διαυγής, απρόσβλητος, φαρδύς, λάσκος, πλήρης, αυτεξούσιος, δωρεάν, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
Μεταφράσεις: κενός, τσάμπα, φιλελεύθερος, γεμάτος, ευρύς, χαρίζω, περισσευούμενος, μπόσικος, λυτός, χαλαρός, διαυγής, απρόσβλητος, φαρδύς, λάσκος, πλήρης, αυτεξούσιος, δωρεάν, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης