Diskriminace στα ελληνικά

Μετάφραση: diskriminace, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακρίσεις, διάκριση, διακρίσεων, των διακρίσεων, διάκρισης
Diskriminace στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • diskontovat στα ελληνικά - έκπτωση, σκόντο, μείωση, προεξοφλημένων, προεξοφλούνται, προεξοφλημένη, μειωμένες
  • diskotéka στα ελληνικά - ντίσκο, disco, ντισκοτέκ
  • diskriminovat στα ελληνικά - διακρίσεις, διάκριση, εισάγουν διακρίσεις, εισάγει διακρίσεις, κάνουν διακρίσεις
  • diskrétnost στα ελληνικά - μυστικότητα, διάκριση, περίσκεψη, εχεμύθεια, διακριτικότητα, διακριτική ευχέρεια, εξουσία εκτιμήσεως, ...
Τυχαίες λέξεις
Diskriminace στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακρίσεις, διάκριση, διακρίσεων, των διακρίσεων, διάκρισης