Άμεσος στα ισλανδικά
Μετάφραση: άμεσος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áríðandi, bein, beint, beina, beinni, beinu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άμεσος
άμεσος δράση, άμεσοσ coombs, άμεσοσ φωτισμόσ, άμεσος στα αγγλικά, άμεσος συνεργός, άμεσος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, άμεσος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- άμβλωση στα ισλανδικά - fóstureyðing, fóstureyðingu, fósturlát, fóstureyðingar, í fóstureyðingu
- άμεμπτος στα ισλανδικά - lýtalaus, grandvar, grandvarlega, breyta grandvarlega, óaðfinnanlegir
- άμμος στα ισλανδικά - sandur, sandi, sandurinn, sandinn
- άμορφος στα ισλανδικά - auð
Τυχαίες λέξεις
Άμεσος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: áríðandi, bein, beint, beina, beinni, beinu
Μεταφράσεις: áríðandi, bein, beint, beina, beinni, beinu