Άμεσος στα τούρκικα
Μετάφραση: άμεσος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
direkt, doğrudan, direk, doğrudan bir
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άμεσος
άμεσος δράση, άμεσοσ coombs, άμεσοσ φωτισμόσ, άμεσος στα αγγλικά, άμεσος συνεργός, άμεσος λεξικό γλώσσας τούρκικα, άμεσος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- άμβλωση στα τούρκικα - kürtaj, düşük, abortus, düşüğün, kürtajın
- άμεμπτος στα τούρκικα - suçsuz, blameless, kusursuz, masum, hatasız olmaktan
- άμμος στα τούρκικα - kum, kumu, kumlu, sand
- άμορφος στα τούρκικα - biçimsiz, şekilsiz, formsuz, formless
Τυχαίες λέξεις
Άμεσος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: direkt, doğrudan, direk, doğrudan bir
Μεταφράσεις: direkt, doğrudan, direk, doğrudan bir