Αναπηρία στα ιταλικά
Μετάφραση: αναπηρία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
invalidità, disabilità, handicap, la disabilità, inabilità
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπηρία
αναπηρία 67, αναπηρία και ανικανότητα, αναπηρία σήμερα, αναπηρία τώρα, αναπηρία εκπαίδευση και κοινωνική δικαιοσύνη, αναπηρία λεξικό γλώσσας ιταλικά, αναπηρία στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αναπαριστώ στα ιταλικά - divertire, ricostruire, rimettere in scena, rimettere in vigore, reinterpreta, reinterpreta la
- αναπηδώ στα ιταλικά - molla, balzo, salto, elasticità, saltare, primavera, sorgente, ...
- αναπληρωματικός στα ιταλικά - supplente, surrogato, substractional
- αναπληρωτής στα ιταλικά - accessorio, vice, deputato, sostituto, delegato
Τυχαίες λέξεις
Αναπηρία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: invalidità, disabilità, handicap, la disabilità, inabilità
Μεταφράσεις: invalidità, disabilità, handicap, la disabilità, inabilità