Αναπηρία στα ουγγρικά
Μετάφραση: αναπηρία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fogyatékosság, rokkantsági, fogyatékosságon, fogyatékossággal, rokkantság
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπηρία
αναπηρία 67, αναπηρία και ανικανότητα, αναπηρία σήμερα, αναπηρία τώρα, αναπηρία εκπαίδευση και κοινωνική δικαιοσύνη, αναπηρία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αναπηρία στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αναπαριστώ στα ουγγρικά - reenact, újból rendelkezni
- αναπηδώ στα ουγγρικά - repedés, súly, szökkenés, fedeztetés, rugó, szántalp, meghágás, ...
- αναπληρωματικός στα ουγγρικά - színészet, eljárás, aktív, substractional
- αναπληρωτής στα ουγγρικά - asszisztens, adjunktus, helyettes, helyettese
Τυχαίες λέξεις
Αναπηρία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: fogyatékosság, rokkantsági, fogyatékosságon, fogyatékossággal, rokkantság
Μεταφράσεις: fogyatékosság, rokkantsági, fogyatékosságon, fogyatékossággal, rokkantság