Αναπηρία στα ουκρανικά

Μετάφραση: αναπηρία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неплатоспроможність, неможливість, неспроможність, інвалідності, інвалідність, інвалідністю
Αναπηρία στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναπηρία

αναπηρία 67, αναπηρία και ανικανότητα, αναπηρία σήμερα, αναπηρία τώρα, αναπηρία εκπαίδευση και κοινωνική δικαιοσύνη, αναπηρία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αναπηρία στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αναπαριστώ στα ουκρανικά - трус, легкодухий, боягузливий, зрадницький, боягуз, відновлюють, поновлюють
  • αναπηδώ στα ουκρανικά - завиток, пагони, поштовх, підхоплюватися, започаткувало, кніксен, пружинити, ...
  • αναπληρωματικός στα ουκρανικά - гра, заміняти, заміна, дія, замінити, заступник, чинний, ...
  • αναπληρωτής στα ουκρανικά - доповнення, ад'юнкт, прикладення, заміна, додаток, затичка, заступник, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναπηρία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: неплатоспроможність, неможливість, неспроможність, інвалідності, інвалідність, інвалідністю