Αναπηρία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αναπηρία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инвалидност, увреждане, увреждания, уврежданията, хората с увреждания
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπηρία
αναπηρία 67, αναπηρία και ανικανότητα, αναπηρία σήμερα, αναπηρία τώρα, αναπηρία εκπαίδευση και κοινωνική δικαιοσύνη, αναπηρία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αναπηρία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αναπαριστώ στα βουλγαρικά - установят отново
- αναπηδώ στα βουλγαρικά - весна, лудувам, подскачане, държа се важно, перча се, подскачам
- αναπληρωματικός στα βουλγαρικά - substractional
- αναπληρωτής στα βουλγαρικά - приложение, заместник, зам., заместник-
Τυχαίες λέξεις
Αναπηρία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: инвалидност, увреждане, увреждания, уврежданията, хората с увреждания
Μεταφράσεις: инвалидност, увреждане, увреждания, уврежданията, хората с увреждания