Αναπηρία στα ρουμανικά
Μετάφραση: αναπηρία, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
incapacitate, handicap, invaliditate, dizabilitate, de invaliditate
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπηρία
αναπηρία 67, αναπηρία και ανικανότητα, αναπηρία σήμερα, αναπηρία τώρα, αναπηρία εκπαίδευση και κοινωνική δικαιοσύνη, αναπηρία λεξικό γλώσσας ρουμανικά, αναπηρία στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- αναπαριστώ στα ρουμανικά - reconstitui, reenact, reconstituie, redea, repune în scenă
- αναπηδώ στα ρουμανικά - izvor, arc, şiling, săritură, bisect, salt, primăvară, ...
- αναπληρωματικός στα ρουμανικά - suplinitor, substractional
- αναπληρωτής στα ρουμανικά - deputat, adjunct, adjunctul, vice, adjunct al
Τυχαίες λέξεις
Αναπηρία στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: incapacitate, handicap, invaliditate, dizabilitate, de invaliditate
Μεταφράσεις: incapacitate, handicap, invaliditate, dizabilitate, de invaliditate