Διαιτησία στα πολωνικά
Μετάφραση: διαιτησία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sąd, arbitraż, arbitrażowy, arbitrażu, arbitrażowe, arbitrażowa
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαιτησία
διαιτησία κπολδ, διαιτησία στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, διαιτησία τεε, διαιτησία ποδοσφαίρου, διαιτησία icc, διαιτησία λεξικό γλώσσας πολωνικά, διαιτησία στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- διαιρώ στα πολωνικά - rozwidlać, dzielenie, podzielić, wododział, różnić, porozdzielać, podzielać, ...
- διαισθητικός στα πολωνικά - intuicyjny, intuicyjne, intuicyjna, intuicyjnym, intuicyjną
- διαιτητής στα πολωνικά - rozjemca, arbiter, sędziować, sędzia, Sędzia, arbitrem, arbiter bez, ...
- διαιτητεύω στα πολωνικά - rozsądzić, rozsądzać, rozstrzygać, sądzić, arbitrate, rozstrzyganie, arbitraż
Τυχαίες λέξεις
Διαιτησία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: sąd, arbitraż, arbitrażowy, arbitrażu, arbitrażowe, arbitrażowa
Μεταφράσεις: sąd, arbitraż, arbitrażowy, arbitrażu, arbitrażowe, arbitrażowa