Διαιτησία στα δανικά
Μετάφραση: διαιτησία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
voldgift, voldgiften, voldgiftssag, voldgiftsprocedure
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαιτησία
διαιτησία κπολδ, διαιτησία στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, διαιτησία τεε, διαιτησία ποδοσφαίρου, διαιτησία icc, διαιτησία λεξικό γλώσσας δανικά, διαιτησία στα δανικά
Μεταφράσεις
- διαιρώ στα δανικά - kløft, kløften, skel, dividere
- διαισθητικός στα δανικά - intuitiv, intuitive, intuitivt
- διαιτητής στα δανικά - dommer, dommeren, dommeren for, dommeren der, dommeren for at
- διαιτητεύω στα δανικά - mægle, dømme, arbitrate, voldgift, mægle i
Τυχαίες λέξεις
Διαιτησία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: voldgift, voldgiften, voldgiftssag, voldgiftsprocedure
Μεταφράσεις: voldgift, voldgiften, voldgiftssag, voldgiftsprocedure