Διαιτησία στα ουγγρικά
Μετάφραση: διαιτησία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
döntőbíráskodás, választottbírósági, választottbíróság, választott bírósági, választott bírói
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαιτησία
διαιτησία κπολδ, διαιτησία στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, διαιτησία τεε, διαιτησία ποδοσφαίρου, διαιτησία icc, διαιτησία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διαιτησία στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- διαιρώ στα ουγγρικά - vízválasztó, szakadék, megosztottság, szakadékot, megosztottságot
- διαισθητικός στα ουγγρικά - intuitív, az intuitív, intuitívabb, ösztönös
- διαιτητής στα ουγγρικά - játékvezető, bíró, a játékvezető, bíró nem, játékvezet
- διαιτητεύω στα ουγγρικά - döntőbíráskodik, eldönt, döntsön, döntsön a, rendeznie
Τυχαίες λέξεις
Διαιτησία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: döntőbíráskodás, választottbírósági, választottbíróság, választott bírósági, választott bírói
Μεταφράσεις: döntőbíráskodás, választottbírósági, választottbíróság, választott bírósági, választott bírói