Διαιτησία στα ουκρανικά
Μετάφραση: διαιτησία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
консультація, арбітраж, арбітражу
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαιτησία
διαιτησία κπολδ, διαιτησία στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, διαιτησία τεε, διαιτησία ποδοσφαίρου, διαιτησία icc, διαιτησία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διαιτησία στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διαιρώ στα ουκρανικά - розділити, ділити, розділяти, поділ, розділення, розподіл
- διαισθητικός στα ουκρανικά - інтуїції, інтуїтивний, інтуітивний
- διαιτητής στα ουκρανικά - справлятися, передавати, скеровувати, арбітр, передати, суддя
- διαιτητεύω στα ουκρανικά - арбітраж, арбітражу
Τυχαίες λέξεις
Διαιτησία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: консультація, арбітраж, арбітражу
Μεταφράσεις: консультація, арбітраж, арбітражу