Πειθώ στα ουγγρικά

Μετάφραση: πειθώ, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kibillenés, hintáztatás, ingás, hintázás, lóbálás, meggyőz, meggyőzni, meggyőzze, győzni, meggyőzzék
Πειθώ στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειθώ

πείθω αντίθετο, πείθω ομόρριζα, πείθω παράγωγα, πείθω κλίση, πείθω αρχικοί χρόνοι, πειθώ λεξικό γλώσσας ουγγρικά, πειθώ στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • παύση στα ουγγρικά - szünet, szünetet, pause, szüneteltetése, szüneteltetés
  • παύω στα ουγγρικά - megszűnik, már nem, megszüntetik, megszűnnek, megszűnését
  • πείνα στα ουγγρικά - éhség, éhezés, az éhezés, éhínség, az éhség
  • πείραμα στα ουγγρικά - kísérlet, kísérletet, kísérletben, kísérleti, kísérletek
Τυχαίες λέξεις
Πειθώ στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kibillenés, hintáztatás, ingás, hintázás, lóbálás, meggyőz, meggyőzni, meggyőzze, győzni, meggyőzzék