Πειθώ στα ιταλικά

Μετάφραση: πειθώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
persuadere, capacitare, convincere, convincere i, convincerli, convincere gli, convincerci
Πειθώ στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειθώ

πείθω αντίθετο, πείθω ομόρριζα, πείθω παράγωγα, πείθω κλίση, πείθω αρχικοί χρόνοι, πειθώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, πειθώ στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • παύση στα ιταλικά - sostare, requie, riflusso, pausa, sosta, di pausa, pausa di, ...
  • παύω στα ιταλικά - smettere, finire, cessare, cessate, cessate il, cessano, di cessate
  • πείνα στα ιταλικά - fame, la fame, della fame, fame nel
  • πείραμα στα ιταλικά - prova, esperienza, esperimento, sperimentare, dell'esperimento, sperimentazione, esperimento di
Τυχαίες λέξεις
Πειθώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: persuadere, capacitare, convincere, convincere i, convincerli, convincere gli, convincerci