Πειθώ στα βουλγαρικά

Μετάφραση: πειθώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
убеждавам, убеди, убедят, убедим, убедя
Πειθώ στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειθώ

πείθω αντίθετο, πείθω ομόρριζα, πείθω παράγωγα, πείθω κλίση, πείθω αρχικοί χρόνοι, πειθώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πειθώ στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • παύση στα βουλγαρικά - отлив, пауза, на пауза, мълчание, паузата
  • παύω στα βουλγαρικά - спиране, прекратяване, престанат, престават, прекратяване на
  • πείνα στα βουλγαρικά - глад, глада, гладна, на глада, гладът
  • πείραμα στα βουλγαρικά - експеримент, опят, експеримента, опит, опити
Τυχαίες λέξεις
Πειθώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: убеждавам, убеди, убедят, убедим, убедя